παρανεάτη

παρανεάτη
παρανεάτη, ,
A = παρανήτη (q.v.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρανεάτη — ἡ, ΜΑ βλ. παρανήτη …   Dictionary of Greek

  • παρανήτη — ή, ΝΜΑ, και παρανεάτη Α μουσ. (στην ονοματοθεσία τών χορδών και τών βαθμίδων τής κλίμακας) η τετάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νεάτη / νήτη «η κατώτατη χορδή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”